- τετραόβολον
- τὸ, Αβλ. τετρώβολον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετρώβολος — ον, ουδ. και τετραόβολον Α 1. αυτός που ανέρχεται σε τέσσερεις οβολούς («τὸ κεφάλαιον εἰς ἄλλον πενταετῆ συνεγράψατο χρόνον τόκου τετρωβόλου», επιγρ. Τήνου) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ τετρώβολος απλός στρατιώτης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετρώβολον και… … Dictionary of Greek
τετρώβολον — και τετραόβολον, τὸ, Α βλ. τετρώβολος … Dictionary of Greek